- πειρῷτο
- πειράωattemptpres opt mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειρῶιτο — πειρῷτο , πειράω attempt pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρῷτ' — πειρῷτο , πειράω attempt pres opt mp 3rd sg πειρῷτε , πειράω attempt pres opt act 2nd pl πειρῷτε , πειράζω make proof fut opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρράπτω — ΝΜΑ [ῥάπτω] 1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.) 2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού») 3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη… … Dictionary of Greek